- φιλωνίζω
- Α [Φίλων, -ωνος]μιμούμαι τον Φίλωνα, ακολουθώ το φιλοσοφικό σύστημα τού Φίλωνος («Πλάτων φιλωνίζει ἢ Φίλων πλατωνίζει», λεξ. Σούδα).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλωνίζει — φιλωνίζω imitate Philo pres ind mp 2nd sg φιλωνίζω imitate Philo pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)